οριστική | υποτακτική | προστατική | μετοχή | |
ενεστώτας | λύνω | να λύνω | λύνε, λύσετε | λύνοντας |
παρατατικός | έλυνα | |||
μέλλ. εξακ. | θα λύνω | |||
μέλλ. στιγ. | θα λύσω | |||
αόριστος | έλυσα | να λύσω | λύσε λύσετε | |
παρακείμενος | έχω λύσει | |||
υπερσυντέλικος | είχα λύσει | |||
συντ. μέλλοντας | θα έχω λύσει |
οριστική | υποτακτική | προστατική | μετοχή | |
ενεστώτας | λύνομαι | να λύνομαι | λύνου, λύνεστε | λυνόμενος |
παρατατικός | λυνόμουν | |||
μέλλ. εξακ. | θα λύνομαι | |||
μέλλ. στιγ. | θα λυθώ | |||
αόριστος | λύθηκα | να λυθώ | λύσου, λυθείτε | |
παρακείμενος | έχω λυθεί | να έχω λυθεί | λημένος-η-ο | |
υπερσυντέλικος | είχα λυθεί | |||
συντ. μέλλοντας | θα έχω λυθεί |
άρθρο | οριστικό: ο η το, αόριστο: ένας μία ένα | |
ουσιαστικό | πρόσωπο ζώο πράγμα ενέργεια κατάσταση ιδιότητα | |
επίθετο | κλιτές λέξεις που δείχνουν τι λογής είναι το ουσιαστικό έχουν τρεις βαθμούς: θετικό, συγκριτικό και υπερθετικό | καλός-ή-ό, όμορφος-η-ο σαφής-ής-ές |
αντωνυμία | προσωπική: εγώ εσύ αυτός, δεικτική: εκείνος εκείνη εκείνο | |
ρήμα | γράφω γράφομαι ποτίζω σκέφτομαι | |
μετοχή | εργαζόμενος φαγωμένος |
επίρρημα | ακλιτες λέξεις που προσδιορίζουν ένα ρήμα και δείχνουν τόπο, χρόνο, τρόπο, ποσό, βεβαίωση, δισταγμό, άρνηση πχ: εδώ επάνω χτες έτσι ευχαρίστως | τοπικά | εδώ εκεί παντού αλλού κάπου πέρα μακριά κοντά |
χρονικά | κάποτε παλιά πέρισυ φέτος πότε-πότε | ||
τροπικά | έτσι κάπως καλά κακά αλλιώς | ||
ποσοτικά | τόσο πολύ περισσότερο αρκετά | ||
βεβαωτικά | ναι μάλιστα βέβαια | ||
διστακτικά | ίσως πιθανόν | ||
αρνητικά | όχι | ||
πρόθεση | με από για μετα παρά κατά αντί | ||
συνδυασμός | και αν είτε αλλά ώστε για να | ||
επιφώνημα | ω! πωπω! μπράβο! μπα! |